Υπάρχουν δύο παιδικά τραγουδάκια που δεν είναι σαν τα άλλα.

Δηλαδή δεν είναι καθόλου χαρούμενα, ευχάριστα ή έστω διδακτικά, όπως το "Δούλευε, δούλευε γέλα πολύ, δίχως δουλειά είναι η ζήση πεζή...".
Αυτά τα δύο ξένα τραγουδάκια μιλάνε ξεκάθαρα για αιματηρούς φόνους, για γυναίκες κακές, πολύ κακές, μα πάρα πολύ κακές, σχεδόν όσο και ένας άνδρας.

Φαντάσου να πηδάς σχοινάκι με τις φίλες σου σε μια άθλια πόλη του αμερικανικού νότου και να τραγουδάς το παρακάτω τραγουδάκι:

Lizzie Borden took an axe
and gave her mother forty whacks
when she saw what she had done
she gave her father forty-one

ή να πηγαίνεις νηπιαγωγείο στο βιομηχανικό Sheffield της κεντρικής Αγγλίας και να τραγουδάς πιασμένη χέρι-χέρι με τα άλλα παιδάκια:

Mary Ann Cotton,
she's dead and she's rotten
she lies in her bed
with her eyes wide open
sing, sing, oh, what can I sing,
Mary Ann Cotton is tied up with string
Where, where? Up in the air
selling black puddens* a penny a pair

*είδος λουκάνικου από αίμα γουρουνιού

Φυσικά, έχοντας μια έμφυτη αγάπη για το αποτρόπαιο και μια λατρεία για το γκροτέσκο, μου έκαναν τρομερή εντύπωση και τα δύο τραγούδια. Έτσι ξετρύπωσα από το φανταστικό κόσμο του wikipedia και μετέφρασα τις ιστορίες που βρίσκονται από πίσω. Ιδού:

Lizzie Borden

Η 'γεροντοκόρη' της Νέας Αγγλίας Lizzie Borden (19/7/1860-1/6/1927) ήταν η βασική ύποπτος για τους φόνους με τσεκούρι του πατέρα της και της μητριάς της στις 4 Αυγούστου του 1892 στη Μασαχουσέτη των Ηνωμένων Πολιτειών. Το έγκλημα, η δίκη που ακολούθησε, και η πρωτοφανή δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση πέρασαν στην αμερικάνικη ποπ κουλτούρα, στο αμερικάνικο φολκλόρ και στην αμερικάνικη εγκληματολογία.

Το αυγουστιάτικο πρωινό που ο πατέρας και η μητριά της Borden δολοφονήθηκαν μέσα στο σπίτι τους οι μόνοι άλλοι άνθρωποι που βρισκόταν στην οικία ήταν η Lizzie και η καμαριέρα Bridget Sullivan. H αδερφή της Lizzie, Emma, ήταν εκτός, το ίδιο και ο θείος της Lizzie, John Vinnicum Morse, ο αδερφός της νεκρής μητέρας της που τους επισκεπτόταν εκείνο τον καιρό.

Η ώρα ήταν 10:45 και ο πατέρας της μόλις είχε επιστρέψει από εξωτερικές δουλειές. Περίπου μισή ώρα αργότερα η Lizzie βρήκε το πτώμα του. Στην κατάθεση της η καμαριέρα υποστηρίζει ότι ήταν ξαπλωμένη στο δωμάτιο της στο τρίτο πάτωμα του σπιτιού όταν γύρω στις έντεκα άκουσε τη Lizzie να τη φωνάζει και να να της λέει πως κάποιος σκότωσε τον πατέρα της, το πτώμα του οποίου ήταν ξαπλωμένο στον καναπέ του καθιστικού του ισογείου με το κεφάλι στραμμένο στα δεξιά, φαινομενικά ήρεμος σαν να κοιμόταν.

Λίγο μετά, ενώ φρόντιζαν οι γείτονες και ο οικογενειακός γιατρός τη σοκαρισμένη Lizzie, η καμαριέρα βρήκε και το πτώμα της μητριάς στο δωμάτιο των ξένων του επάνω ορόφου. Ο κύριος και η κυρία Borden είχαν σκοτωθεί από χτυπήματα με τσεκούρι, τόσο βάναυσα ώστε στην περίπτωση του άντρα να έχει συνθλιβεί το κρανίο και να έχει κοπεί στα δύο ο βολβός του αριστερού ματιού.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, μέχρι το μοιραίο εκείνο πρωινό, η ζωή στη Second Street 92, είχε γίνει ανυπόφορη, και η συντροφικότητα μεταξύ των μεγαλύτερων και των μικρότερων μελών της οικογένειας είχε σχεδόν χαθεί. Το μπροστά μέρος του σπιτιού ήταν η περιοχή των αδερφών Borden, ενώ το πίσω ήταν το μέρος που ζούσαν οι γονείς τους. Σπάνια γευμάτιζαν όλοι μαζί. Έντονες διαμάχες είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στον κύριο Borden και στις κόρες του για την απόφαση του να χωρίσει την περιουσία δίνοντας το σπίτι σε συγγενείς της μητριάς τους. Αυτός ήταν και ο λόγος της επίσκεψης του θείου από την πλευρά της νεκρής μητέρας. Λίγο πριν τους φόνους ένας φοβερός καυγάς είχε κάνει τις δύο αδερφές να φύγουν από το σπίτι για 'διακοπές' με άγνωστη ημερομηνία επιστροφής. Η Lizzie Borden αποφάσισε να σταματήσει αυτές τις διακοπές νωρίτερα και να επιστρέψει σπίτι.

Επισκέφτηκε το φαρμακείο και ζήτησε να αγοράσει ένα είδος οξύ με τη δικαιολογία ότι ήθελε να καθαρίσει ένα λεκιασμένο παλτό από δέρμα φώκιας, αλλά ο φαρμακοποιός αρνήθηκε να της το πουλήσει. Επίσης πριν τις αρχές Αυγούστου όλοι στο σπίτι ξαφνικά αρρώστησαν, και καθώς ο κύριος Borden δεν ήταν από τους πιο αγαπητούς ανθρώπους στην πόλη, η γυναίκα του φοβήθηκε ότι τους δηλητηρίασαν, αλλά ο γιατρός τους καθησύχασε ότι πρόκειται απλά για τροφική δηλητηρίαση.

Η Lizzie Borden συνελήφθη στις 11 Αυγούστου του 1892 και δικάστηκε 10 μήνες αργότερα. Η κατάθεση της περιείχε ανακρίβειες και η συμπεριφορά της ήταν ύποπτη. Υποστηρίχθηκε ότι κατά την αστυνομική έρευνα βρέθηκε στο υπόγειο του σπιτιού ένα τσεκούρι που του έλειπε η λαβή και υπέθεσαν ότι αυτό είναι το φονικό όπλο, αλλά, ένας άλλος αστυνομικός κατέθεσε ότι η λαβή βρέθηκε καθαρή δίπλα στο τσεκούρι. Ένας ειδικός είπε ότι ήταν αδύνατον να είχε καθαριστεί το τσεκούρι από τα αίματα μέσα στο χρόνο ανάμεσα στο έγκλημα και την ανακάλυψη των θυμάτων. Η έρευνα κόλλησε και στο γεγονός ότι η αστυνομία του Fall River δεν πίστευε ακόμη ότι η νέα τεχνολογία των αποτυπωμάτων θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη, κανείς δεν πήρε αποτυπώματα από τη λαβή του τσεκουριού. Επίσης κανένα ματωμένο ρούχο δεν προσκομίστηκε σαν στοιχείο παρόλο που μερικές μέρες μετά το φόνο η Borden έσκισε και έκαψε ένα μπλε φουστάνι στη σόμπα της κουζίνας ισχυριζόμενη ότι το είχε καταστρέψει αφού το είχε λερώσει με μπογιά.

Παρά τα ενοχοποιητικά στοιχεία η Lizzie Borden αφέθηκε ελεύθερη στις 20 Ιουνίου 1893. Επίσης ένας άλλος φόνος με τσεκούρι λίγο πριν από τη δίκη της και ενώ η ίδια ήταν υπό κράτηση, ενίσχυσε την αθωότητα της.

Μετά τη δίκη μετακόμισε με την αδερφή της σε καινούργιο σπίτι. Τον Ιούνιο του 1905 μάλωσαν για ένα πάρτι που έκανε η Lizzie προς τιμήν της Nance O'Neil και ένα γκρουπ ηθοποιών. Η Emma έφυγε απ' το σπίτι και η Lizzie άρχισε να χρησιμοποιεί το όνομα Lizbeth A. Borden.

Πέθανε από πνευμονία στις 1/6/1927 και μόνο λίγοι άνθρωποι ήταν στην κηδεία της. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και άφησε 30,000 δολάρια σε ένα κέντρο περίθαλψης ζώων. Επίσης άφησε 500 δολάρια για την περιποίηση του τάφου του πατέρα της. Εννιά χρόνια μετά την ακολούθησε και η αδερφή της.

Το σπίτι όπου διαπράχθηκαν οι φόνοι είναι τώρα ξενώνας.

Διάφορες θεωρίες έχουν κυκλοφορήσει μέσα στα χρόνια για τον πραγματικό ένοχο. Κάποιες υποστηρίζουν ότι το έκανε η καμαριέρα επειδή της είχανε πει να καθαρίσει τα τζάμια σε μια ιδιαίτερα ζεστή μέρα μετά από μια τροφική δηλητηρίαση. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το έκανε ο ετεροθαλής αδερφός William Borden από εκδίκηση γιατί δεν του έδιναν χρήματα. Μια ακόμη θεωρία υποστηρίζει ότι η ίδια η Lizzie υπέφερε από τρομερές κρίσεις δυσμηνόρροιας κατά τις οποίες περνούσε σε μια κατάσταση ύπνωσης και έτσι έκανε τους φόνους χωρίς να το γνωρίζει.

Στο βιβλίο Lizzie του Evan Hunter, η Lizzie Borden φαίνεται να έχει ερωτική σχέση με την ηθοποιό Nance O'Neil την οποία γνώρισε στη Βοστόνη το 1904. Στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν απαράδεκτο για μια γυναίκα καλής οικογενείας να γίνει ηθοποιός. Η O'Neil είχε διαρκώς οικονομικά προβλήματα και η Βorden τη βοηθούσε. Αυτός υποστηρίζεται ότι είναι ο λόγος που μάλωσε με την αδερφή της. Η O'Neil έπαιξε έναν ρόλο στο μιούζικαλ Lizzie Borden: A Μusical Τradgedy in Τwo Αxe. Η φεμινίστρια Carolyn Gage αναφέρεται στην O'Neil σαν λεσβία που δεν φοβόταν να το δείξει, γνωστή στους καλλιτεχνικούς κύκλους, παρόλο που ήταν παντρεμένη.


Mary Ann Cotton

Γεννημένη σε ένα μικρό Αγγλικό χωριό τον Οκτώβριο του 1832, η Mary Ann πέρασε άσχημη παιδική ηλικία χωρίς πολλούς φίλους. Ο αυστηρός, θρησκευόμενος μεταλλωρύχος πατέρας της με το ζόρι καταφέρνει να τους ταΐζει πριν σκοτωθεί τελικά σε εργατικό ατύχημα πέφτοντας σε μια στοά βάθους 46 μέτρων. Η μητέρα της ξαναπαντρεύεται και η επίσης αυστηρή πειθαρχεία που επιβάλλει ο πατριός της κάνει τη Mary Ann να εγκαταλείψει το σπίτι για να εκπαιδευτεί σαν νοσοκόμα σε ένα κοντινό χωριό.

Επιστρέφει στο πατρικό της και μαθαίνει να ράβει. Τότε γνωρίζει και τον πρώτο της σύζυγο, τον ανθρακωρύχο William Mowbray. Το ζευγάρι αποκτά πέντε παιδιά εκ των οποίων τα τέσσερα πεθαίνουν υποφέροντας από φρικτούς πόνους στο στομάχι. Στη συνέχεια θα κάνουνε ακόμη τρία παιδιά αλλά δεν θα ζήσει κανένα. Ο άντρας της επίσης πεθαίνει τον Ιανουάριο του 1865 από εντερικές διαταραχές και η Mary Ann εισπράττει 35 λίρες αποζημίωση για τον θάνατο του, ποσό που εκείνη την εποχή αντιστοιχεί στους μισθούς μισού χρόνου ενός ανειδίκευτου εργάτη.

H Mary Ann στέλνει το μόνο παιδί που της έχει απομείνει, την κόρη της Isabella, να ζήσει με τη μητέρα της, ενώ εκείνη μετακομίζει και πιάνει δουλειά σαν νοσοκόμα σε ένα αναρρωτήριο. Εκεί γνωρίζει τον μηχανικό George Ward. Παντρεύονται τον Αύγουστο του 1865 ενώ εκείνος συνεχίζει να είναι ασθενής. Πεθαίνει ενάμιση χρόνο αργότερα παράλυτος και με εντερικές διαταραχές. Ο γιατρός που τον παρακολουθούσε σχολιάζει το ξαφνικό γεγονός του θανάτου του αλλά κανείς δεν υποψιάζεται τη Mary Ann. Εκείνη εισπράττει την αποζημίωση από την ασφάλεια του δεύτερου νεκρού συζύγου της.

Τον Νοέμβριο του 1866, ο πρόσφατα χήρος James Robinson ναυτεργάτης από το Pallion, Sutherland, προσλαμβάνει την Mary Ann να φροντίζει το σπίτι του και το ορφανό μωρό του. Το μωρό πεθαίνει ένα μήνα μετά από γαστρικό πυρετό και ο πατέρας του στρέφεται για παρηγοριά στην οικονόμο του την οποία αφήνει έγκυο. Τότε αρρωσταίνει η μητέρα της Mary Ann. H κόρη της προστρέχει αμέσως για βοήθεια. Η κατάσταση της μητέρας της βελτιώνεται μέρα με τη μέρα παρόλο που παραπονιέται για πόνους στο στομάχι. Τελικά πεθαίνει σε ηλικία 54 χρονών στις 9 Ιουνίου, εννιά μόλις μέρες μετά την άφιξη της κόρης της.

Η Μary Ann επιστρέφει στον άντρα της μαζί με την κόρη της Isabella η οποία σύντομα θα πεθάνει κι αυτή από πόνους στο στομάχι, ενώ αμέσως θα την ακολουθήσουν και δύο από τα παιδιά του James τον Μάρτιο του 1868.

Ο James την υποψιάζεται επειδή τον πιέζει να κάνει ασφάλεια ζωής. Ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του έχει 60 λίρες χρέη και ότι έχει κλέψει ακόμη 50 λίρες από λεφτά που υποτίθεται ότι θα πρέπει να είναι στην τράπεζα. Την πετάει έξω από το σπίτι όταν μαθαίνει πως εκείνη εξαναγκάζει τα παιδιά του να πηγαίνουν πολύτιμα αντικείμενα στους τοκογλύφους για χρήματα.

Για λίγο διάστημα μένει στους δρόμους μέχρι η φίλη της Margaret Cotton να τη συστήσει στον χήρο ανθρακωρύχο Frederik Cotton. Τον παντρεύεται και λίγο αργότερα η ίδια η Margaret, ο καινούργιος της σύζυγος και δύο γιοί του πεθαίνουν.

O Thomas Riley, ένας αξιωματικός της ενορίας, πρώην βοηθός ιατροδικαστή, είναι υπεύθυνος για το ξεσκέπασμα των φονικών που είχε διαπράξει η Mary Ann όλα αυτά τα χρόνια. Όταν εκείνος την πλησίασε για να της ζητήσει να κουράρει μια άρρωστη από ευλογιά γυναίκα η Mary Ann τον πίεσε να μεσολαβήσει ώστε να δεχτούν τον εναπομείναντα γιό του Cotton, τον Charles Edward, στο ίδρυμα απόρων και ανιάτων υποστηρίζοντας ότι το παιδί είναι αρρωστιάρικο. Ο Riley της είπε πως θα πρέπει να τον συνοδέψει ως μητέρα του στο ίδρυμα και ότι απ' ότι ο ίδιος γνωρίζει το παιδί είναι καλά στην υγεία του. Έτσι όταν πέντε μέρες αργότερα ακολούθησε την οικογένεια του στον τάφο, ο Riley πήγε στην αστυνομία και έπεισε τον γιατρό να παγώσει την διαδικασία έκδοσης πιστοποιητικού θανάτου από φυσικά αίτια έτσι ώστε η θετή του μητέρα να μην μπορεί να εισπράξει το ποσό της ασφάλειας σε περίπτωση θανάτου.

Η Mary Ann ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποίησε αρσενικό για γιατρικό και ότι ο Riley την κατηγορεί γιατί του αρνήθηκε να γίνουν εραστές.

Οι εφημερίδες τις εποχής βρίσκουν ενδιαφέρον στην ιστορία και ανακαλύπτουν ότι αυτή η γυναίκα έσπερνε το θάνατο σε όλη τη βόρεια Αγγλία.

Στη δίκη που ακολουθεί η Mary Ann καταδικάζεται για τον θάνατο του παιδιού και πάει στην κρεμάλα στις 24 Μαΐου του 1973. Πεθαίνει με αργό και βασανιστικό θάνατο καθώς ο δήμιος δεν είχε υπολογίσει σωστά την πτώση.


Αυτά...


Α, και ένα βιντεάκι από ταiνια που γύρησε ο Alfred Hitchcock για τη Borden.


















9:48 π.μ.



1 response to "I wanna do bad things to you"

  1. Λα. είπε...

    http://www.youtube.com/watch?v=Wet5OM7R