ούτε καν το χρυσάφι της οροφής και τα μάρμαρα
και οι κονσόλες παγώσανε και τα μαλλιά σου σέρνονται πίσω
από τα σφιγμένα κρύσταλλα
και οι πλαφονιέρες σταλάζουν την τέφρα του χειμωνιάτικου
ήλιου
καθώς οι λειμώνες δε βρίσκουνε πια την παλιά τους λαλιά
Βλέπω πως λάθεψα γυρίζοντας έξω από θέρετρα
στο πυκνό δάσος των πολυκατοικιών δίπλα στη θάλασσα
όπου βυθίζομαι για να σ' αγγίξω μόλις
επειδή σ' αγαπώ περισσότερο απ΄όλα τα κτίσματα
και αν δε σε γνώριζα θα 'ταν όλα εφήμερα
γιατί οι βιτρίνες είναι μια λάσπη, τα εργοστάσια μια θλίψη
και η πόλη
αφήνει να πέσουν οι κάλυκες της πλαστικής μου καρδιάς
πάνω σε φύλλα από δάκρυα
Τίποτα δε μου ανήκει, καμιά παλινόρθωση
τα μάγουλα σου στο χιονισμένο αυχένα των βουνών
καθώς η ματιά μου βυθίζεται στην άπειρη έκταση
αφήνοντας πια τ' αυτοκίνητα στα δικά τους τραγούδια
Γιατί η δίψα για το ατόφιο χρυσάφι είναι τα μάτια σου
και η πείνα για καθαρό αλουμίνιο τα χέρια σου
φιλιόμαστε σε σκοτεινές δισκοθήκες και σου εξηγώ
Κι όταν χαράξει πως τάχα να πάμε αντίθετα
θα γυρίζουμε με τα ρούχα παλιά στα νεόκτιστα
μια άσπρη κορνίζα, βιβλία και θέρμανση στις γωνιές
Ασλάνογλου-Από τις ΩΔΕΣ ΣΤΟΝ ΠΡΙΓΚΙΠΑ,
Θεσσαλονίκη, κάπου ανάμεσα στο καλοκαίρι του 1971 ως το φθινόπωρο του 1975.
Όταν νιώθω πως χτυπάει εντός μου η μηχανική καρδιά της πόλης.