Την πρώτη φορά που έμαθα για τη Βίλλα
ήμουν πιτσιρίκα κι έπεσα πάνω σε ένα ρεπορτάζ του Ταχυδρόμου, νομίζω, 
για την κατάληψη.
Έκοψα ευλαβικά τις σελίδες και τις κράτησα.

Μερικά χρόνια αργότερα
κατεβήκαμε από τη Θεσσαλονίκη 
για να παρουσιάσουμε ένα θεατρικό που είχαμε ετοιμάσει. 
Μόνο απ' έξω περάσαμε με το αμάξι. Βράδυ. Αρχές του 90.

Η πανκ σκηνή του βορρά κατεβαίνει για συναυλίες στη Βίλλα.
Δεν κοιμηθήκαμε μέσα,
ήταν βρώμικα. 
Άσε που είχε και κάτι σκυλιά αραχτά πάνω στα στρώματα.
Καλύτερα έξω, στο βανάκι.
Μάπα μπουγάτσα για πρωινό πριν την επιστροφή.

Με την ψυχή στο στόμα
εκείνη τη μέρα μετά την Αμάρυνθο
στο καφενείο
ξαφνικά ζεστασιά και καταφύγιο.

Τελευταία φορά το καλοκαίρι.
Πιο πολύ έξω κάθισα 
για να τα πω με τους γνωστούς.
Μέσα συναυλία,
καύσωνας και δεν αντεχότανε.

Το συναίσθημα πάντα το ίδιο
23 ολόκληρα χρόνια.

ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ 
ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΜΑΣ

ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ
ΧΩΡΙΣ ΑΝΟΙΧΤΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΣΥΝΕΥΡΕΣΗΣ


6:53 π.μ.





Blown to smithereens

μοιάζω με βόμβα έτοιμη να εκραγεί
τα πνευμόνια μου ράβδοι εκρηκτικών
η καρδιά μου πυροδοτικός μηχανισμός

μερικά βράδια το τικ-τακ της αντίστροφης μέτρησης
δεν μ' αφήνει να κλείσω μάτι

λουφάζω σε καταστολή
κλεισμένη σε ένα στενό χαρτόκουτο
καταφέρνω να λειτουργώ στο 5 τοις εκατό 
των δυνατοτήτων μου

περιμένω χρόνια να με εξουδετερώσουν

δεν είναι εύκολο

γιατί

είμαι η επίφαση μιας κυρίας που αντιμάχεται ένα τέρας

κρυμμένα βαθιά στο λαρύγγι μου
λόγια καυτά σαν βραστό νερό

βρώμικα νύχια παίζουν με τα νεύρα μου

άλουστα μαλλιά πνίγουν τους απρεπείς θορύβους

όμως 

όταν το κακό πια γίνει
θα σκορπιστώ 
και δεν θα επιστρέψω πια ποτέ στην πρότερη μορφή μου


Bitter cold

ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΑΓΕΤΟΣ
Χοντρό αλάτι κάτω από τα σκεπάσματα.

Μακρύ παλτό, μάλλινες κάλτσες, γάντια, σκούφος, κασκόλ.
Δριμύ ψύχος.
Τσουχτερό.
Φαρμακερό.
Διαβολεμένο
το κρύο έξω.

Όμως κάνει κρύο και μέσα.
Αυτός που έφυγε τελευταίος έχει αφήσει την πόρτα ανοιχτή και μπάζει.

Τρέμω.
Τουρτουρίζω.
Δεν βγαίνω έξω.
Κανείς δεν κυκλοφορεί στο δρόμο.
Κανείς δεν κυκλοφορεί μέσα μου.

Στο σαλόνι τα χιόνια στην τηλεόραση έχουν φτάσει το ένα μέτρο.
Τα δόντια μου χτυπάνε μεταξύ τους με μανία.

Κάποιος ανά διαστήματα με ανακαλύπτει με τη βοήθεια παγοθραυστικού.





6:54 π.μ.










3:17 π.μ.






10:45 μ.μ.




Εγώ κατάληψη
Εσύ κατάθλιψη

Στη V.



8:08 π.μ.




































Το ναύτη εκείνο τον λέγανε Ροδόλφο Μπερικόφ.
Κάποτε σ’ ένα μακρινό ταξίδι στο Νότιο Ειρηνικό
ενώ φιλούσε σκοπιά αργά τη νύχτα,
είδε ξαφνικά μπροστά του την άκρη του κόσμου.

Για μερικά λεπτά δεν μπορούσε να συνέλθει.
Ευτυχώς όμως το καράβι άλλαξε έγκαιρα πορεία.

Στη στεριά πια
χτύπησε στ' αριστερό του μπράτσο ένα τατουάζ
που αναπαριστά με κάθε λεπτομέρεια τι είδε εκείνο το βράδυ.


10:03 π.μ.






9:23 π.μ.









9:20 π.μ.









9:11 π.μ.




The Scream from Sebastian Cosor on Vimeo.



“I was walking along a path with two friends – the sun was setting – suddenly the sky turned blood red – I paused, feeling exhausted, and leaned on the fence – there was blood and tongues of fire above the blue-black fjord and the city – my friends walked on, and I stood there trembling with anxiety – and I sensed an infinite scream passing through nature.”
Edvard Munch, 1893


11:23 π.μ.